ὅρπηξ

ὅρπηξ
ὅρπηξ
Grammatical information: m.
Meaning: `sprig, twig, (shaft of a) spear' (Φ 38, Hes. Op. 468);
Other forms: (ὄ-), Dor. Aeol. -ᾱξ, -κος.
Compounds: εὑ-όρπηξ `with fair twigs' (Nonn.).
Derivatives: No derivv.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like σκώληξ, κάχληξ, νάρθηξ a.o. (Chantraine Form. 381, Schwyzer 497), without certain etymology. Acc. to Walde (-P.) 1, 277 a. 2, 502 as a supposition to Lith. várpa `ear' (unconvinving on várpa Fraenkel s.v.), not very illuminating. Not with Brugmann Grundr.2 I 477 to Lat. sarpō `trim the vines', sarmentum `osiers' (cf. on ἅρπη `sickle'). Rather with Curtius 265, Bechtel Glotta 1, 73, Lex. s.v. to ἕρπω (first from *ὅρπος, ?), but prob. not in the gen. a. secondary meaning `go, move', but rather as "the crawler, the sneaker" referring to a slow and regular, movement over the ground. -- Diff. Gonda Mnem. 3:6, 160 ff.: to IE *ser- `(pointed) twig' (?) w. farreaching combinations; Haas Ling. Posn. 7,75: "Pelasgian" to Lith. vir̃bas `twig'. - Rather a Pre-Greek word; note the suffix -ᾱκ-.
Page in Frisk: 2,427

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όρπηξ — ὄρπηξ, ηκος, ὁ (ΑΜ, Α αττ. τ. ὅρπηξ, αιολ. και δωρ. τ. ὄρπαξ) 1. νεαρός βλαστός, κλωνάρι ή μικρό δένδρο 2. μτφ. απόγονος αρχ. 1. οτιδήποτε κατασκευάζεται από νεαρούς βλαστούς ή από μικρά δέντρα, όπως λ.χ. είναι η βουκέντρα 2. λόγχη, δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ὄρπηξ — ὄρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρπηξ — ὅρπη̱ξ , ὄρπηξ sapling masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅρπακ' — ὅρπᾱκα , ὄρπηξ sapling masc acc sg (doric aeolic) ὅρπᾱκι , ὄρπηξ sapling masc dat sg (doric aeolic) ὅρπᾱκε , ὄρπηξ sapling masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάφνινος — η, ο (AM δάφνινος, η, ον) [δάφνη] 1. αυτός που ανήκει στη δάφνη («δάφνινα κλαδιά», «δάφνινος ὅρπηξ») 2. καμωμένος από δάφνη («δάφνινο στεφάνι», «δάφνινον ἔλαιον») αρχ. το ουδ. ως ουσ. δάφνινον, το χρώμα σαν τα φύλλα τής δάφνης …   Dictionary of Greek

  • ευόρπηξ — εὐόρπηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ωραίο κλάδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρπηξ «νέος βλαστός, κλαδί»] …   Dictionary of Greek

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • πορφυρόρπηξ — ηκος, ὁ, Μ πορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»] …   Dictionary of Greek

  • όρπαξ — (I) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. αιολ. τ. τού ἅρπαξ) «θρασὺς ἄνεμος». (II) ὄρπαξ, ακος, ὁ (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ὄρπηξ …   Dictionary of Greek

  • ὀρπήκων — ὀρπή̱κων , ὄρπηξ sapling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρπήκεσσι — ὁρπή̱κεσσι , ὄρπηξ sapling masc dat pl (attic epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”